οφθαλμοπάθεια

οφθαλμοπάθεια
η
ονομασία των παθήσεων του οφθαλμού.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • οφθαλμοπάθεια — η ονομασία κάθε οφθαλμικής πάθησης, αλλ. οφθαλμία. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Σπ. Μαυρογένη] …   Dictionary of Greek

  • οφθαλμός — Το μάτι (βλ. λ.). (Βοτ.) Στη βοτανική ορολογία, η λέξη ο. χρησιμοποιείται κυρίως στα επιστημονικά συγγράμματα. Πρόκειται για όργανο συνήθως κωνικό, που βρίσκεται στην κορυφή των βλαστών και των κλάδων, καθώς επίσης και στις μασχάλες των φύλλων,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”